λαθρεμπορία

λαθρεμπορία
η см. λαθρεμπόριο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαθρεμπορία" в других словарях:

  • λαθρεμπορία — η η λαθραία εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων με σκοπό την αποφυγή καταβολής τελωνειακών δασμών, το λαθρεμπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μακροβούτι — το 1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια τού νερού για μεγάλη απόσταση 2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βούτι (< βουτώ)] …   Dictionary of Greek

  • συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»